- Ἔνδιος
- Ἔνδιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδιος — ἔνδιος, ον (Α) 1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια τής ημέρας 3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο») 4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι») 5. φρ. «ἔνδιον… … Dictionary of Greek
ἔνδιος — ἔνδῑος , ἔνδιος at midday masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνδίοιο — Ἔνδιος masc gen sg (epic) Ἔνδιος neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνδίοις — Ἔνδιος masc dat pl Ἔνδιος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνδίου — Ἔνδιος masc gen sg Ἔνδιος neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνδίῳ — Ἔνδιος masc dat sg Ἔνδιος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔνδιον — Ἔνδιος masc acc sg Ἔνδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνδίους — Ἔνδιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔνδια — Ἔνδιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔνδιοι — Ἔνδιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)